Ψωρίαση

Η ψωρίαση είναι μία χρόνια, μη μεταδοτική, φλεγμονώδης δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από τον ανώμαλο πολλαπλασιασμό και ωρίμανση των κερατινοκυττάρων με αποτέλεσμα την εμφάνιση των χαρακτηριστικών ψωριασικών βλαβών.
Είναι συχνή νόσος που προσβάλλει κατά μέσο όρο το 1,5 – 3% του πληθυσμού. Η έναρξη της νόσου μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία, από την παιδική έως τη γεροντική. Στο 75% των περιπτώσεων η νόσος ξεκινά πριν την ηλικία των 40 ετών. Ωστόσο, η ηλικία έναρξης εμφανίζει δύο ηλιακές αιχμές: η πρώτη τη 2η – 3η δεκαετία και η δεύτερη μετά την 5η δεκαετία της ζωής.

Αιτιοπαθογένεια
Η ψωρίαση είναι μια πολυπαραγοντική ασθένεια που μπορεί να οφείλεται σε γενετικούς, ανοσολογικούς, περιβαντολλογικούς και ψυχολογικούς παράγοντες. Περίπου το 1/3 των πασχόντων έχουν στην οικογένειά τους κάποιον ασθενή.

Κλινική Εικόνα
Συνήθως, παρουσιάζεται ως ερυθηματώδεις πλάκες που καλύπτονται από ασημί λέπια, τα οποία αποσπώνται από το δέρμα. Εμφανίζεται κυρίως στα γόνατα και τους αγκώνες, τα νύχια και το τριχωτό της κεφαλής, μπορεί όμως να εμφανιστεί οπουδήποτε στο σώμα και σε διάφορους τύπους. Η πάσχουσα περιοχή μπορεί να είναι κόκκινη και φολιδωτή, ή να εμφανίζει φλύκταινες, ανάλογα με το είδος της ψωρίασης.
Οι 5 βασικοί τύποι τις νόσου είναι οι:
Ψωρίαση κατά πλάκας
• Σταγονοειδής Ψωρίαση
• Ανάστροφη Ψωρίαση
• Φλυκταινώδης Ψωρίαση
• Ερυθροδερμική Ψωρίαση
Ψωρίαση Νυχιών
• Ψωριασική Αρθρίτιδα

Επιπλέον, ανάλογα με το κλινικό στάδιο της νόσου διακρίνουμε τα εξής στάδια:
• Οξεία – ταχέως εξελισσόμενη ψωρίαση
• Χρόνια προοδευτική ψωρίαση
• Χρόνια σταθερή ψωρίαση
• Χρόνια φθίνουσα ψωρίαση
ενώ ανάλογα με την έκταση της, η ψωρίαση χαρακτηρίζεται ως:
• Ήπια (μικρότερη 3% του σώματος)
• Μέτρια (3-10% του σώματος)
• Βαριά (μεγαλύτερη 10% του σώματος)

Θεραπεία
Γενικά, πρόκειται για μια χρόνια ασθένεια με εξάρσεις και υφέσεις. Ωστόσο, με τη σωστή θεραπεία, οι ασθενείς μπορούν να μάθουν να ζουν με την πάθησή τους και να βρίσκονται σε ύφεση για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι διαθέσιμες μέθοδοι για την θεραπεία της Ψωρίασης είναι οι ακόλουθες:
Τοπικά Κορτικοστεροειδή: Αποτελούν συχνά αρχική θεραπεία μικρών περιοχών, ήπια ή μέτριας έκτασης, μειώνοντας το ρυθμό ανάπτυξης των δερματικών κυττάρων και περιορίζοντας τη φλεγμονή και τη φαγούρα. Διακρίνονται σε ήπια σε ισχυρά, με τη χρήση των δεύτερων να πρέπει να γίνεται με μέτρο και αποφεύγοντας τις ευαίσθητες περιοχές, όπως είναι τα βλέφαρα, το πρόσωπο και τα γεννητικά όργανα.
Φωτοθεραπεία: Συνίσταται στην έκθεση του δέρματος στην υπεριώδη ακτινοβολία από τεχνητές πηγές, με ή χωρίς ταυτόχρονη φαρμακευτική αγωγή που αυξάνει την ευαισθησία του δέρματος στο φως. Το φως μειώνει τη φλεγμονή, καθυστερεί την παραγωγή δερματικών κυττάρων και συμβάλλει στην εξάλειψη ή τον περιορισμό της ψωρίασης.
Θεραπεία με Laser Excimer: Αντίστοιχης αποτελεσματικότητας με την παραδοσιακή Φωτοθεραπεία, αλλά απαιτεί λιγότερες συνεδρίες, καθώς οι εντοπισμένες δέσμες Laser φωτός εισχωρούν βαθύτερα στο δέρμα, χωρίς να βλάπτουν την υγιή γύρω περιοχή.
Χρήση Βιολογικών παραγόντων: Προτιμάται σε σοβαρές μορφές της νόσου, όταν οι κλασικές θεραπείες έχουν αποτύχει ή υπάρχει αντένδειξη για τη χορήγησή τους ή υπάρχει κίνδυνος αυξημένης τοξικότητας από τη χρήση τους και αν η ψωρίαση είναι ιδιαίτερα ασταθής και είναι επικίνδυνη ή επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής του ατόμου. Πριν από τη χορήγηση οποιουδήποτε βιολογικού παράγοντα πρέπει να πραγματοποιηθεί κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος, καθώς και ο απαραίτητος εμβολιαστικός προγραμματισμός για γρίπη ή οποιοδήποτε άλλο εμβόλιο είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί.
Η νόσος θεωρείται μη ιάσιμη και χρόνια, ενώ δεν έχει βρεθεί ακόμα οριστική θεραπεία. Δεν είναι απίθανο να υποχωρήσει ξαφνικά και να μείνει σε ύφεση, αλλά πολλές φορές τα συμπτώματα επανέρχονται. Ωστόσο, οι περισσότερες θεραπείες συμβάλλουν σημαντικά στην καταστολή των συμπτωμάτων, με μεγάλα διαστήματα κάθαρσης της νόσου, και βελτιώνουν κατά πολύ την ποιότητα ζωής των ασθενών.